νεώτατα

νεώτατα
νέος
young
adverbial superl
νέος
young
neut nom/voc/acc superl pl
νέος
young
adverbial superl (attic)
νέος
young
neut nom/voc/acc superl pl (attic)
νεώτατος
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεωτάτας — νεωτάτᾱς , νέος young fem acc superl pl νεωτάτᾱς , νέος young fem gen superl sg (doric ionic aeolic) νεωτάτᾱς , νέος young fem acc superl pl (attic) νεωτάτᾱς , νέος young fem gen superl sg (attic doric aeolic) νεωτάτᾱς , νεώτατος fem acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεώτερος — η, ο (Α νεώτερος, έρα, ον) [νέος] 1. (για πρόσ.) 1. ο μικρότερος σε ηλικία σε σχέση με κάποιον άλλο με τον οποίο συγκρίνεται («πρεσβύτερος μὲν Άρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῡρος», Ξεν.) 2. (για γεγονότα) αυτός που είναι σε μεγαλύτερο βαθμό πρόσφατος… …   Dictionary of Greek

  • Χαριτάκης, Κωστής — (1889 – 1956). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ύστερα συμπλήρωσε τις σπουδές του στη μικροβιολογία και υγιεινή στο Παρίσι. Διετέλεσε διευθυντής στο παιδιατρικό τμήμα και στο μικροβιολογικό εργαστήριο της πολυκλινικής της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”